- φαρμακώνω
- μετ.1) отравлять; 2) вызывать горький вкус (у кого-л.); 3) перен. огорчать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φαρμακώνω — φαρμακώνω, φαρμάκωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
φαρμακώνω — φαρμακῶ, όω, ΝΑ [φάρμακο(ν] δίνω σε κάποιον φαρμάκι και προκαλώ τον θάνατό του, δηλητηριάζω νεοελλ. 1. ενεργώ ή συντελώ στο να αισθανθεί κάποιος πικρή γεύση («με τον καφέ που μού φτειαξες, μέ φαρμάκωσες») 2. μτφ. επιφέρω σε κάποιον ψυχική πικρία … Dictionary of Greek
φαρμακώνω — φαρμάκωσα, φαρμακώθηκα, φαρμακωμένος 1. μτβ., δίνω σε κάποιον να πιει φαρμάκι (βλ. λ.), δηλητηριάζω, σκοτώνω με δηλητήριο: Κοίτα μέσα στα σπλάχνα μου, Πλάστη! τα φαρμάκωσα, αλήθεια, η πικρή (Δ. Σολωμός). – Φαρμάκωσε τον άντρα της και ύστερα η… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φαρμάκωμα — το, Ν [φαρμακώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φαρμακώνω, δηλητηρίαση 2. μτφ. ψυχική πικρία … Dictionary of Greek
αλοχεύω — [αλόχη] πικραίνω, φαρμακώνω «κακιά οπού μ’ αλόχεψες στα φύλλα τής καρδιάς μου» (Δημοτικό) … Dictionary of Greek
δηλητηριάζω — 1. δίνω σε κάποιον δηλητήριο, τόν φαρμακώνω, σκοτώνω κάποιον με φαρμάκι 2. (για φαγώσιμα) προξενώ δηλητηρίαση 3. ποτίζω κάτι με δηλητήριο, ρίχνω σε κάτι δηλητήριο («δηλητηρίασε το κρασί») 4. δηλητηριάζοντας κάτι σιγά σιγά τό φθείρω, τό καταστρέφω … Dictionary of Greek
υποφαρμάσσω — και ὑποφαρμάττω Α ανακατεύω κάτι με φάρμακα ή με αρωματικές ουσίες («Ἑλένην ὑποφαρμάττουσαν τὸ ἄκρατον», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + φαρμάσσω «χρησιμοποιώ φάρμακα, θεραπεύω ή φαρμακώνω» (< φάρμακον)] … Dictionary of Greek
φαρμακεύω — ΝΜΑ, και στον Ερωτόκρ. φαρμακεύγω Ν [φάρμακο(ν)] δίνω σε κάποιον δηλητηριώδες ή μαγικό φαρμακευτικό παρασκεύασμα, δηλητηριάζω, φαρμακώνω αρχ. 1. παρέχω σε κάποιον φάρμακο με σκοπό τη θεραπεία 2. δίνω σε κάποιον καθάρσιο 3. χρησιμοποιώ μαγικές… … Dictionary of Greek
φαρμακώ — (I) άω, Α [φάρμακον] 1. υποφέρω από την κατάποση φαρμάκου, δηλητηρίου 2. χρειάζομαι φάρμακο ή θεραπευτική αγωγή. (II) όω, Α βλ. φαρμακώνω … Dictionary of Greek
δηλητηριάζω — δηλητηρίασα, δηλητηριάστηκα, δηλητηριασμένος 1. δίνω δηλητήριο σε κάποιον, φαρμακώνω: Πρώτα δηλητηρίασε τα παιδιά της και μετά αυτοκτόνησε. 2. μτφ., προκαλώ λύπη, στεναχωρώ κάποιον με τις πράξεις ή τα λόγια μου: Η μάνα δηλητηριάστηκε με τις… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)